Ο Νίκος Γιούτσος υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες μορφές στην Ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου καθώς έβαλε τη δική του σφραγίδα αγωνιζόμενος με τη φανέλα του Ολυμπιακού για μια δεκαετία (1964 – 1974), ενώ μάλιστα το όνομα του καθιερώθηκε με την αλησμόνητη έκφραση «Έμπαινε Γιούτσο», εμπνευσμένη από τις «επελάσεις» του στους χωμάτινους αγωνιστικούς χώρους της εποχής, και μέχρι και σήμερα χρησιμοποιείται για να περιγράψει ορμή, ατρόμητη κίνηση. Ορμή που χαρακτήρισε και τον ίδιο τον Νίκο Γιούτσο στη ζωή του και στην πορεία του μέχρι την καταξίωση στην ελληνική πραγματικότητα, απέναντι σε μια σειρά από δυσκολίες.
Γεννήθηκε σε ένα αντάρτικο χωριό του Νομού Καστοριάς στο πλευρό του ΔΣΕ στις 16/4/1941, στο Σλαβόφωνο Μακροχώρι Καστοριάς το οποίο μέχρι το 1926 ονομαζόταν Κονόμλαντι και μαζί με την οικογένεια του στα παιδικά του χρόνια βρέθηκε στη Σοσιαλιστική Ουγγαρία, αφού η παιδική του ηλικία παράλληλη με την κορυφαία στιγμή του ταξικού αγώνα στην Ελλάδα, τη συγκρότηση του ΔΣΕ και την τρίχρονη εποποιία του, καθώς και όσα την ακολούθησαν για τους μαχητές του, τους οπαδούς του και τις οικογένειες τους μετά το 1949.
Μιλώντας για τη μετάβασή του στην Ουγγαρία, ο ίδιος ο Γιούτσος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Φως των Σπορ», ερωτηθείς για τις συνθήκες ζωής του στην Ουγγαρία και ειδικά στο εσωτερικό κολλέγιο στο οποίο μεγάλωσε, είχε απαντήσει: «Κάτι τέτοιο (σ.σ. ορφανοτροφείο), αλλά σε πολύ υψηλότερα στάνταρντ. Κοιμόμασταν μέσα, τρώγαμε μέσα, σχολείο εκεί, μπάλα εκεί. Οργανωμένη εκπαίδευση στην μπάλα. Στην Εκπαίδευση, στον Αθλητισμό, έδιναν μεγάλη βάση τα κομμουνιστικά καθεστώτα τότε. Και παίρναμε και πολύ καλά λεφτά!».
Ο Νίκος Γιούτσος ή Μικλς Γιούτσοφ (Mikls Jucsov) όπως ήταν το όνομά του στην Ουγγαρία – έχει βρεθεί καταγεγραμμένος και ως Νικολάι Γιουτσόφ (Nikolay Jucsov) στα αρχεία της Ουγγρικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας ξεχώρισε από νωρίς για τις ποδοσφαιρικές του αρετές στις αλάνες του χωριού Μπελογιάννης, όπου εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες από την Ελλάδα. Αγωνιζόμενος με την ελληνική προσφυγική ομάδα «Όλυμπος» τράβηξε τα βλέμματα των Ούγγρων υπευθύνων, με αποτέλεσμα τη μετακίνησή του στην Τσέπελ, ομάδα δεύτερης κατηγορίας του ουγγρικού ποδοσφαίρου, την οποία οδήγησε στην κατάκτηση του πρωταθλήματος και μετέπειτα σε σημαντικές επιτυχίες στο πρωτάθλημα της πρώτης κατηγορίας, πετυχαίνοντας 11 γκολ την διετία 1963 – 1964. Αυτό θα κεντρίσει το ενδιαφέρον του Έλληνα πρέσβη στη Βουδαπέστη, ο οποίος γνωρίζει την καταγωγή του Γιούτσοφ. Τότε αρχίζει μια σειρά επαφών και τελικά το 1964 πραγματοποιείται η μεταγραφή στον Ολυμπιακό, με μεσολαβητή τον Μανώλη Γλέζο, προλαβαίνοντας την ΑΕΚ που επίσης είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για την απόκτησή του.
Κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα αρχικά βρήκε μπροστά του έναν δρόμο γεμάτο εμπόδια και δυσκολίες. Το ελληνικό ΥΠΕΞ δυσκολευόταν να δώσει βίζα στον Γιούτσοφ, καθώς ίσχυε η απαγόρευση επανόδου στη χώρα πολιτικών προσφύγων και ιδιαίτερα (Σλάβο)μακεδονικής καταγωγής. Για το λόγο αυτό, ο Ολυμπιακός τον έφερε με διαβατήριο μίας χρήσης! Έτσι, ο Γιούτσοφ έγινε Γιούτσος – γι’ αυτό άλλωστε κατέστη δυνατό και να αγωνιστεί με την Εθνική ομάδα.
Τα εμπόδια όμως συνεχίστηκαν. Κάποιοι παράγοντες του Ολυμπιακού δεν κράτησαν το λόγο τους για κάποιες υποσχέσεις που του είχαν δώσει, και έτσι προσπάθησε να φύγει, χωρίς ωστόσο να μπορεί να ταξιδέψει, λόγω διαβατηρίου. Έτσι μένει αναγκαστικά στην Ελλάδα, χωρίς να μπορεί να αγωνιστεί με τον Ολυμπιακό, καθώς δεν έχει λυθεί το θέμα της υπηκοότητας του, και περιοριζόμενος στη συμμετοχή σε φιλικές αναμετρήσεις.
Εξηγώντας τους λόγους για την προσπάθεια φυγής του, σε συνέντευξή του το 1964 είχε απορρίψει τη φημολογία ότι η κίνηση αυτή συσχετιζόταν με οικονομικά κίνητρα, αντίθετα ανέφερε ως αιτία το γεγονός ότι δεν τηρήθηκαν οι υποσχέσεις να του επιτραπεί να μεταβεί ξανά στην Ουγγαρία για οικογενειακούς λόγους αλλά και για να μιλήσει με τους ανθρώπους της Τσέπελ για την οριστική λύση της συνεργασίας τους.
Το τελευταίο το θεωρούσε προσωπική υποχρέωση, με βάση τη στάση που κράτησαν οι Ούγγροι ιθύνοντες της ομάδας σε σχέση με το ταξίδι του στην Ελλάδα, παρότι η Τσέπελ βρισκόταν σε περίοδο προετοιμασίας. «Αντιμετώπισαν το θέμα σαν άνθρωποι και όχι σαν παράγοντες. Τους υποσχέθηκα πριν φύγω ότι θα επέστρεφα, είτε για να πάρω την ελευθέρα μεταγραφή μου είτε για να παραμείνω εκεί».
Μένοντας τελικά στην Ελλάδα, ο Νίκος Γιούτσος άρχισε να θριαμβεύει στα ελληνικά γήπεδα με τη φανέλα του Ολυμπιακού, τον οποίο οδήγησε το 1964 στην πρώτη κατάκτηση του Πρωταθλήματος μετά από έξι χρόνια, ξεχωρίζοντας αμέσως με τις επιδόσεις και αγωνιστικές εμφανίσεις του. Το ταλέντο του όμως δεν έγινε πάντα αποδεκτό από όλους καθώς δεν ήταν λίγες οι φορές που αντίπαλοι παίκτες ή οπαδοί άλλων ομάδων, βλέποντας ότι δεν μπορούσε να περιοριστεί στους αγωνιστικούς χώρους, τον αντιμετώπισαν αλλιώς και με βάση και το παρελθόν και την καταγωγή του τον έβριζαν χυδαία. Ο ίδιος είχε δηλώσει για αυτά τα περιστατικά: «Είμαι ο πιο ήρεμος ποδοσφαιριστής του κόσμου. Όλοι οι αντίπαλοί μου με βρίζουν χυδαία, αλλά εγώ κατορθώνω να συγκρατώ τα νεύρα και την αγανάκτησή μου. Πάντως πικραίνομαι γιατί ακούω να μου λένε πολλές απαράδεκτες χυδαιότητες, όπως “Παλιοκομμουνιστή, σήμερα θα πεθάνεις” και κάτι άλλες βρωμιές που ντρέπομαι να τις πω. Βέβαια, πολλοί παίκτες προσπαθούν με κάθε τρόπο να εκνευρίσουν τους αντιπάλους τους, αλλά δεν νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει με μένα έχει προηγούμενο. Σε κάθε παιχνίδι ακούω φοβερά πράγματα. Πάντως, τους προειδοποιώ όλους: Ας λένε ό,τι θέλουν! Δεν πρόκειται να με νευριάσουν!».
Αγωνίστηκε συνολικά σε 499 ματς, κατακτώντας 4 Πρωταθλήματα, 4 Κύπελλα Ελλάδος και 2 νταμπλ. Σημείωσε συνολικά 211 τέρματα ενώ παράλληλα με την Εθνική ομάδα αγωνίστηκε 15 φορές και σημείωσε 7 γκολ, κάνοντας ντεμπούτο στις 23/5/1965 κόντρα στην Ε.Σ.Σ.Δ. εκτός έδρας σε αγώνα για τα προκριματικά του Μουντιάλ του 1966.
Το 1974 αποχώρησε από τον Ολυμπιακό με επεισοδιακό τρόπο, αφού δεν ακολούθησε την αποστολή της ομάδας του για προετοιμασία στη Γερμανία, εξαιτίας αντιπαράθεσης με τον τότε προπονητή των «Ερυθρολεύκων», Λάκη Πετρόπουλο, πριν από τον χαμένο τελικό Κυπέλλου το 1974 με τον ΠΑΟΚ. Τέλος την περίοδο 1974 – 1975 αγωνίστηκε με τη φανέλα του Εθνικού Πειραιώς και αποσύρθηκε από την ενεργό δράση ένα χρόνο αργότερα το 1976.