Ο Βασίλης Χατζηπαναγής γεννήθηκε στην Τασκένδη στις 26 Οκτωβρίου του 1954 και είναι Έλληνας διεθνής μεσοεπιθετικός πρώην ποδοσφαιριστής. Θεωρείται από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποδοσφαιριστές όλων των εποχών και για πολλούς ο κορυφαίος. Το 2003 ψηφίστηκε ως ο καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής από την Ε.Π.Ο. για το εορτασμό των 50 χρόνων της UEFA. Η IFFHS τον επέλεξε στην καλύτερη 11άδα όλων των εποχών του ελληνικού ποδοσφαίρου το 2021.
Ο πατέρας του, Κυριάκος ήταν Ελληνοκύπριος από την Άχνα Αμμοχώστου, ενώ η μητέρα του ήταν Ελληνίδα από την Κωνσταντινούπολη. Ο Βασίλης Χατζηπαναγής ξεκίνησε το ποδόσφαιρο από τη Δυναμό Τασκένδης σε ηλικία 17 ετών και το 1972 πήγε στην Παχτακόρ μέχρι το 1975 που ήρθε στην Ελλάδα για τον Ηρακλή Θεσσαλονίκης. Λίγο πριν έρθει στον Ηρακλή, είχε κάνει εντυπωσιακή εμφάνιση στο εμφατικό 5-0 απέναντι στην Κυπελλούχο Ευρώπης Ντιναμό Κιέβου που προερχόταν και από την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Σούπερ Κυπέλλου απέναντι στη Μπάγερν Μονάχου. Το France Football έκανε ξεχωριστό αφιέρωμα για τη συγκεκριμένη συνάντηση, ο Χατζηπαναγής θεωρήθηκε από όλους στη Σοβιετική Ένωση ως ο δεύτερος καλύτερος ακραίος επιθετικός πίσω από τον Όλενκ Μπλάχιν. Η πρώτη ελληνική ομάδα που εκδήλωσε επίσημα ενδιαφέρον για τον Χατζηπαναγή ήταν ο Ολυμπιακός. Το 1975 μάλιστα είχε στείλει στα γραφεία της Παχτακόρ (και την σοβιετική ομοσπονδία) επίσημο έγγραφο με το οποίο ζητούσε τον ποδοσφαιριστή, προσφέροντας 10 εκατομμύρια δραχμές, ποσό πολύ μεγάλο για την εποχή. Οι «ερυθρόλευκοι» είχαν ακολουθήσει τη νόμιμη οδό, αλλά στη Σοβιετική Ένωση οι μεταγραφές δεν ήταν συνηθισμένη υπόθεση. Ο Ηρακλής είχε ήδη κάνει τις μεθοδικές κινήσεις του για να τον αποκτήσει, ενώ στη Θεσσαλονίκη ζούσε η γιαγιά του και δύο θείες του.
Καριέρα
Στον Ηρακλή
Ήταν 22 Νοεμβρίου 1975 μετά τα μεσάνυχτα όταν έφτασε στη Θεσσαλονίκη και τουλάχιστον 1.000 άτομα είχαν πάει στον σταθμό των τρένων για να υποδεχτεί έναν παίκτη για τον οποίον ήδη η φήμη του είχε ταξιδέψει. Έκανε το ντεμπούτο του την Κυριακή, στις 7 Δεκεμβρίου του 1975 όταν στο γήπεδο της Βέροιας όπου έδωσε την πρώτη του παράσταση. Ο Ηρακλής παραχώρησε ισοπαλία 1-1 στον Ατρόμητο με τον Χατζηπαναγή να μην τον εκμεταλλεύονται οι συμπαίκτες τους, όπως ανέφεραν την επόμενη ημέρα οι εφημερίδες. Τρεις χιλιάδες οπαδοί του Ηρακλή ακολούθησαν την ομάδα τους μέχρι τη Βέροια για να δουν το πρώτο ματς του Χατζηπαναγή, η μεταγραφή του οποίου είχε προκαλέσει αίσθηση σε όλη την Ελλάδα και άκρατο ενθουσιασμό στους «κυανόλευκους». Στον Ηρακλή έκανε μεγάλη καριέρα και ήταν σπεσιαλίστας στα γκολ από κόρνερ σημειώνοντας εννέα, επίδοση ρεκόρ.
Εντυπωσιακή υπήρξε η συνεισφορά του στην κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδος από τον Ηρακλή το 1976. Ο Ηρακλής με τον Ολυμπιακό έφταναν σε τελικό Κυπέλλου για πρώτη φορά μετά από 19 χρόνια. Ο «Γηραιός», ο οποίος στον ημιτελικό είχε αποκλείσει τον Παναθηναϊκό, «κατέβαινε» στη Νέα Φιλαδέλφεια με ένα μεγάλο όπλο στη φαρέτρα του. Τον Βασίλη Χατζηπαναγή. Ο επονομαζόμενος και «Βάσια» άφησε την σφραγίδα του σε έναν από τους καλύτερους τελικούς που διεξήχθησαν ποτέ και ο άσος του Ηρακλή είχε τεράστια συνεισφορά τόσο στην κατάκτηση του Κυπέλλου από την ομάδα του, όσο και στο θέαμα.
Δεν ήταν παραγωγικός σκόρερ ούτε ιδιαίτερα δημιουργικός στο παιχνίδι του – αλλά ήταν οραματιστής καλλιτέχνης, ένας δημιουργός πολύτιμων στιγμών προκαλώντας έκπληξη με τις κινήσεις του, ένας παίκτης τεχνικών θαυμάτων. Επτά γκολ απευθείας με κόρνερ σημείωσε μόνο σε μια χρονιά, το 1982-83.Οι δημοσιογράφοι της εποχής έγραφαν ότι μπορούσε να ντριπλάρει αμυντικό και μέσα σε τηλεφωνικό θάλαμο. Εξαιτίας αυτού του θεαματικού χαρίσματος τον αποκαλούσαν και «Νουρέγιεφ της μπάλας».
Το 1983-84 έφτασε κοντά στην κατάκτηση του πρωταθλήματος με τον Ηρακλή αλλά μετά από μία ισοπαλία με 2-2 με τον τελικό πρωταθλητή Παναθηναϊκό η ομάδα έμεινε τελικά τρίτη με 42 βαθμούς έναντι 46 των «πράσινων» και 43 του Ολυμπιακού. Δύο φορές έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας, το 1980 χάνοντας από την έκπληξη Καστοριά με 5-2 και το 1987 από τον ΟΦΗ στα πέναλτι.
Επίσης, με τον Ηρακλή το 1984-85 κατέκτησε το Βαλκανικό Κύπελλο, επικρατώντας στο διπλό τελικό της ρουμανικής Αργκές Πιτέστι με 1-3, 4-1. Είχε αποφασιστική συμβολή στην πρόκριση στον τελικό και στην κατάκτηση του κυπέλλου, αφού σημείωσε γκολ σε όλους τους γύρους: στο 5-1 του α΄ γύρου επί της Γαλατασαράι, στο 1-0 του ημιτελικού επί της Ανκαραγιουτσού ενώ στο δεύτερο τελικό, στη Θεσσαλονίκη, πέτυχε το τρίτο γκολ της ομάδας του με πέναλτι.
Δύο χαρακτηριστικά κορυφαίες στιγμές της καριέρας του ήταν αναμφίβολα η τριπλή ντρίμπλα του στον Παναγιώτη Στυλιανόπουλο της ΑΕΚ μέσα στη Νέα Φιλαδέλφεια και η εμφάνισή του σε ένα παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό, όταν ο Ηρακλής υποχρέωσε τον αθηναϊκό σύλλογο στη βαρύτερη ήττα της ιστορίας του με 6-0.
Την τελευταία του επίσημη εμφάνιση με τον Ηρακλή έκανε στις 26 Οκτωβρίου 1990, την ημέρα των 36ων γενεθλίων του, στον αγώνα για το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ με τη Βαλένθια.
Όσο και αν ακούγεται παράξενο αυτή ήταν η μοναδική συμμετοχή του Χατζηπαναγή σε αγώνα ευρωπαϊκής διοργάνωσης. Γνωστός ως ο «Έλληνας Μαραντόνα» είχε συμβόλαιο που τον εμπόδιζε να πάρει μεταγραφή για άλλες ομάδες, παρά ίσως την επιθυμία του. Ο Χατζηπαναγής προσέλκυσε το ενδιαφέρον μερικών από τις μεγαλύτερες ομάδες της Ευρώπης, της Άρσεναλ, της Λάτσιο και της Στουτγάρδης μεταξύ άλλων, αλλά παρέμεινε στον Ηρακλή μέχρι το τέλος της καριέρας του, το 1990.Το συμβόλαιό του ήταν δεσμευτικό μακροχρόνια αλλά ταυτόχρονα ανέπτυξε και μια ερωτική του σχέση με τους φιλάθλους του Ηρακλή και ο αγώνας που είχε κάνει για να επιστρέψει στην πατρίδα του, είναι δύσκολο να πούμε αν θα είχε φύγει σε κάθε περίπτωση, αλλά ένας παίκτης της ικανότητάς του θα έπρεπε τουλάχιστον να του δινόταν η ευκαιρία να ευδοκιμήσει σε μεγάλο βαθμό. Πέτυχε λιγότερα από πολλούς, έδωσε όμως περισσότερα και πήρε αυτό που ελάχιστοι παίρνουν, «την αγάπη του κόσμου», το κορυφαίο επίτευγμα της καριέρας του σύμφωνα με τα λεγόμενα του.
Το 2003, με την ευκαιρία του εορτασμού των 50 χρόνων από την ίδρυση της UEFA, ανακηρύχθηκε κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 χρόνων από την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία.
Στη Μικτή Κόσμου
Το 1984 κλήθηκε και αγωνίστηκε στη Μικτή Κόσμου εναντίον της αμερικανικής ομάδας Νίου Γιόρκ Κόσμος, σε φιλανθρωπικό αγώνα που έγινε στις 22 Ιουλίου 1984 στο Νίου Τζέρσει, στο Στάδιο των «Τζάιαντς», ενώπιον 40.000 θεατών, από τους οποίους 15.000 Ελληνοαμερικανοί ομογενείς. Η Μικτή νίκησε 3-1 και ο Χατζηπαναγής μπήκε στο 65ο λεπτό στη θέση του Κίγκαν. Με τις ενέργειές του συνάρπασε την κερκίδα δημιουργώντας πολλές ευκαιρίες. Μια από τις στιγμές που ξεσήκωσε τους φιλάθλους συνέβη στο 86ο λεπτό, όταν με χτύπημα κόρνερ ο Χατζηπαναγής βρήκε το Μαύρο, η γυριστή κεφαλιά του οποίου χτύπησε στο δοκάρι.
Στην Εθνική Ελλάδος
Πριν έρθει στην Ελλάδα είχε συμμετοχές στις σοβιετικές εθνικές ομάδες ελπίδων και εφήβων καθώς και στην Ολυμπιακή ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης.
Το 1976 κλήθηκε στην Εθνική Ελπίδων Ελλάδος, με την οποία αγωνίστηκε στις 3 Μαρτίου 1976 σε φιλικό αγώνα με τη Βουλγαρία στο Βόλο (σκορ 3-2), όταν μπήκε ως αλλαγή στο 57ο λεπτό, είχε σουτ στο δοκάρι στο 60ο και στο 77ο, αφού τρίπλαρε όλη την άμυνα, έκανε σέντρα στο Λιβαθηνό που σημείωσε το τρίτο γκολ. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους μετείχε στο Βαλκανικό Κύπελλο Ελπίδων που διεξήχθη στη Θεσσαλονίκη. Έπαιξε και στους τρεις αγώνες της εθνικής με Βουλγαρία (0-0), Ρουμανία (2-1) και στον τελικό με την Γιουγκοσλαβία (0-1) και ήταν από τους διακριθέντες.
Το ίδιο έτος κλήθηκε στην Εθνική Ελλάδος, στο φιλικό παιχνίδι με την Πολωνία στις 6 Μαΐου 1976, που έγινε στο γήπεδο Λεωφόρου Αλεξάνδρας (σκορ 1-0). Όμως, επειδή είχε ήδη αγωνιστεί σε επίσημες συναντήσεις με τις «μικρές» εθνικές της Σοβιετικής Ένωσης δεν του επιτράπηκε να αγωνιστεί σε άλλο ματς της Εθνικής Ελλάδας. Η ΕΠΟ, ωστόσο, φαίνεται ότι δεν έκανε ποτέ τις σωστές κινήσεις για να πείσει την ΦΙΦΑ ότι ο Χατζηπαναγής έστω κι αν είχε παίξει στην ολυμπιακή ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης, έπρεπε να αγωνιστεί κανονικά στην Εθνική Ομάδα της Ελλάδας. Αγωνίστηκε ξανά, τιμής ένεκεν, στις 14 Δεκεμβρίου 1999 σε ηλικία 45 ετών, στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι που έδωσε προς τιμήν του η Εθνική Ελλάδας με την Γκάνα (σκορ 1-1), στο Καυτατζόγλειο Στάδιο. Το γεγονός ότι δεν αγωνίστηκε στην εθνική φυσικά του κόστισε σε φήμη και στη διεθνή αναγνώριση της καριέρας του, ειδικά με την πρώτη συμμετοχή στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου 1980, που ήταν η πρώτη διεθνής επιτυχία της εθνικής Ελλάδας.
Ο ίδιος εξέφρασε την μεγάλη πικρία του που δεν κατάφερε να αγωνιστεί με τη εθνική Ελλάδας λέγοντας σε συνέντευξή του: «Η μεγάλη μου πίκρα ήταν ότι δεν έπαιξα στην εθνική ομάδα, που είναι ο καθρέφτης για κάθε παίκτη, ενώ και με τον Ηρακλή δεν μπορέσαμε να αγωνιστούμε στην Ευρώπη».